Τα Ροδαφίνια της Χλώρακας είναι μια θάλασσα ανοιχτή, που εντούτοις τον περισσότερο καιρό είναι ησυχασμένη γιατί ανοίγει προς τον Νοτιά και ταυτόχρονα ο Πουνέντες δεν την πιάνει καθώς προστατεύεται από το μικρό ακρωτήριο της Μούττης και τις ξέρες του Φουρφουρή.
Είναι μια βραχώδη περιοχή με σπήλαια που τα σκεπάζει η θάλασσα και μέσα ζουν πολλών ειδών ψάρια.
Έξω στη στεριά λίγα μέτρα, είναι μια μικρή λίμνη που συγκοινωνεί υπόγεια με τη θάλασσα η οποία όταν φουρτουνιάζει τη γεμίζει φύκια μέχρι που δεν ξεχωρίζει από την ξηρά. Όταν όμως είναι καθαρή από φύκια, καθάρια είναι και τα νερά της όπου μέσα πλέουν ψάρια, οστρακοειδή και μαλάκια.
Τα παλιότερα χρόνια ο τόπος ήταν σχεδόν έρημος από ανθρώπους καθώς ο πληθυσμός του χωριού μετριόταν σε μερικές δεκάδες, έτσι όσοι σύχναζαν ήταν ψαράδες και βοσκοί.
Μέσα στη λίμνη τα παιδιά του χωριού κολυμπούσαν και έπαιζαν, αλλά κυρίως έβγαιναν τις νύχτες πυροφάνι και μάζευαν κάουρες, καραβίδες και οχταπόδια.
Στο υπόγειο φυσικό άνοιγμα που την ένωνε με τη θάλασσα κανείς δεν τολμούσε να βουτήξει από τη μια και να βγει στην άλλη μεριά, καθώς ήξεραν ιστορίες φοβικές που τους τρόμαζαν. Ούτε μικροί, ούτε μεγάλοι το αποτολμούσαν. Ήξεραν από τους γονιούς τους πως κάποιοι που το τόλμησαν χάθηκαν δια παντός.
Έλεγαν πως τα παλιά χρόνια στη θάλασσα αυτή ζούσε μια γοργόνα και οι ψαράδες που την φοβόντουσαν, απέφευγαν να ξανοιχτούν με τις βάρκες τους να ψαρέψουν, γιατί ήταν η αδερφή του μέγα Αλέξανδρου και δεν τους αγαπούσε καθώς θεωρούσε τους ανθρώπους υπαίτιους του θανάτου του. Έλεγαν ακόμα ότι δεν είχε ψυχή και σκότωνε τους ανθρώπους για να αποκτήσει την δική τους. Η ψυχή λέγουν οι περισσότεροι είναι αθάνατη, γι αυτό και οι γοργόνες που το γνώριζαν, ήθελαν πάση θυσία να αποχτήσουν τη ψυχή μοιανού ανθρώπου ώστε να ζήσουν αιώνια. Με κόλπα και γλυκόλογα έχοντας τα στήθια τους γυμνά, προσπαθούσαν να ξελογιάσουν τους ναυτικούς, να τους πάρουν μαζί τους στο βυθό, να τους σκοτώσουν, να πάρουν τη ψυχή τους. Έτσι οι ψαράδες απέφευγαν τη θάλασσα των Ροδαφινιών.
Η γοργόνα όμως που νόμιζε πως ήταν πολύ έξυπνη και θέλοντας οπωσδήποτε να έχει ψυχή δική της, σκέφτηκε έναν τρόπο να αποκτήσει τη ψυχή μοιανού νεαρού ψαρά. Κολύμπησε λοιπόν στα ξέβαθα και κρύφτηκε στο υπόγειο πέρασμα της λίμνης και παραμόνεψε πολλές μέρες ώσπου μια μέρα ένας όμορφος νέος πήγε να ψαρέψει εκεί.
Του φανερώθηκε λοιπόν, και στην ασφάλεια της σήραγγας ώστε να μπορέσει να διαφύγει αν αισθανόταν κίνδυνο, αρχίνησε να του δείχνει τα κάλλη της και με γλυκόλογα προσπαθούσε να τον παρασύρει στο νερό. Όμως ο μικρός ψαράς και αυτός πονηρός και επιφυλακτικός δεν το ρίσκαρε, αλλά καθώς παρασυρμένος από την ωραιότητα της, σκέφτηκε να την ξεγελάσει και να την αιχμαλωτίσει.
Την έπιασε κουβέντα, και λέγοντας της ότι για να κατέβει στο νερό πρέπει πρώτα να αποκτήσει την εμπιστοσύνη της, και για να του το αποδείξει έπρεπε πρώτα αυτή να κάμει το πρώτο βήμα και να βγει από το λαγούμι έξω στα νερά της λίμνης.
Κουβέντα στην κουβέντα μίλησαν πολλή ώρα ώσπου ήρθε το σούρουπο. Η γοργόνα βιαστική μην φύγει ο μικρός ψαράς και τον χάσει, έκαμε το πρώτο βήμα και βγήκε από το λαγούμι.
Όμως ο μικρός ψαράς μονομιάς έσπρωξε ένα μεγάλο βράχο που ήταν στην άκρη της λιμνοθάλασσας, ο οποίος κύλησε και έφραξε το υπόγειο λαγούμι κόβοντας κάθε διαφυγή της γοργόνας.
Η γοργόνα αλαφιασμένη και φοβισμένη αρχίνησε γοερές κραυγές. Και φυλακισμένη στη μικρή λιμνοθάλασσα των Ροδαφινιών έκλαιγε άναρθρα, και οι στριγκιές φωνές της διαχέονταν στην ατμόσφαιρα, και ο αντίλαλος του θυμού της δημιουργούσε ένα υπόκωφο δυνατό θόρυβο και ένα υποχθόνιο βρυχηθμό που φόβιζε τους ανθρώπους για τον επόμενο καιρό.
Όμως κάποιοι είπαν πως όλη η ιστορία είναι ένα παραμύθι, και ότι το υποχθόνιο βουητό που ακούγεται είναι το μπουμπουνητό της θάλασσας που όταν τρικυμιάζει, αδυσώπητα χτυπά τα τοιχώματα της λίμνης, και κάθε φορά δημιουργεί ένα σιντριβάνι από ατμοποιημένο νερό που σαν πυκνό σύννεφο εκτοξεύεται με δύναμη στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας ένα συριχτό ήχο ίδιο με τις τσιριχτές φωνές των Ειρηνίων, των Σειρήνων που μάγεψαν και έπνιξαν τους συντρόφους του Οδυσσέα.