Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΨΑΡΑΣ

Μια φορά έναν καιρό σ΄ ένα ψηλό βουνό, ζούσε ένας βοσκός με πολλά παιδιά και αμέτρητα πρόβατα και γίδια. Όλες τις δουλειές τις έκαναν μαζί οικογενειακώς. Τα έβοσκαν, τα άρμεγαν, έφτιαχναν τυριά και χαλούμια, κούρευαν τα πρόβατα. Κάθε τόσο καιρό, φόρτωναν τα προϊόντα της παραγωγής τους σε δυο τρία γαϊδούρια και ο πατέρες με συντροφιά ένα από τα παιδιά του, κατέβαινε στην πόλη και τα πουλούσαν.
Χειμώνες, καλοκαίρια, και όλες τις εποχές, ζούσαν ήσυχη ζωή έχοντας απ όλα τα αγαθά, όσα τους πρόσφερε η φύση. Σχεδόν δεν ήξεραν από ασθένειες καθώς το φυσικό περιβάλλον όπου διαβίωναν ήταν αμόλυντο και καθάριο. Η φύση τους παρείχε  πλουσιοπάροχα όσα χρειάζονταν, και με τον κόπο τους παρήγαγαν και επεξεργάζονταν όσα τους έδινε. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσαν οι ίδιοι τον τρόπο ζωής τους. Ήταν δύσκολη και σκληρή η βιοπάλη, αλλά ποτέ δεν πείνασαν. Ζούσαν μια μονότονη καθημερινή ζωή χωρίς τις πολυτέλειες της αστικής ζωής, όμως ήσαν ευχαριστημένοι και δόξαζαν το θεό για όσα τους έδινε.
Το μικρότερο παιδί δεν είχε συνομήλικα του αγόρια να παίζει, γι αυτό έτρεχε με τα ριφάκια και τα αρνάκια και έπαιζε μαζί τους, ήταν η συντροφιά του. Όσο μεγάλωνε όμως, βαριόταν όλο τα ίδια, βαριόταν ολημερίς να τρέχει τα αγριοκάτσικα, δεν του άρεσε να τρέχει να κουράζεται, ήθελε μια δουλειά ήσυχη χωρίς τρεξίματα, χωρίς κούραση.

Έτσι σκεφτόταν μόλις μεγαλώσει να πάει κάτω στην πεδιάδα να ζήσει με τους άλλους ανθρώπους, να μάθει καινούργια πράγματα, να βρει μια καινούργια δουλειά ήσυχη και ξεκούραστη.
Από το βουνό ψηλά, έβλεπε τη θάλασσα απέραντη να απλώνεται στον ορίζοντα με βάρκες και καΐκια μέσα να αρμενίζουν, και όλο ρωτούσε να μάθει. Αλλά οι γονείς του και τα αδέρφια του ήσαν αγράμματοι και λίγα ήξεραν να του πουν. Του έλεγαν πως είναι γεμάτη ψάρια και οι ψαράδες με καλάμια και βάρκες τα έπιαναν και τα πουλούσαν..

Όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε και ο θαυμασμός του, οι απορίες του, και το ενδιαφέρον του για τη θάλασσα.
Με τη μέρα, με το μήνα, με τον χρόνο, όσο ανδρωνόταν, του έγινε έμμονη ιδέα και συνεχής σκέψη. Πίστεψε πως έπρεπε οπωσδήποτε να αφήσει τα ζώα πίσω του και να γίνει ψαράς.
Μάταια οι γονείς και τα αδέρφια του προσπάθησαν να τον αντικόψουν, αυτός πεισματικά τους έλεγε πως αν δεν εκπληρώσει το όνειρο του, θα σβήσει, θα πεθάνει, θα σκοτωθεί, και αυτοί θα έχουν το κρίμα του.
Έτσι με μπαμπεσιά και δόλιο τρόπο κατάφερε τον πατέρα του να πιστέψει όσα τους έλεγε και να ενδώσει. Μια μέρα λοιπόν πήρε το νεαρόν παιδί, και κατέβηκαν στην πόλη, στο παλιό λιμανάκι της Πάφου. Έψαξαν και διαπραγματεύτηκαν με ψαράδες, και συμφώνησαν με ένα ψαρά να αγοράσουν το μισό μερίδιο της βάρκας του να συνεταιρέψουν,
και να του μάθει ταυτόχρονα την τέχνη του ψαρέματος. Ο καλός ψαράς άλλο δεν ήθελε καθώς δεν είχε βοηθό, αλλά χρειαζόταν επίσης χρήματα καθώς το επάγγελμα του ψαρά δεν ήταν τόσο προσοδοφόρο.

Από βοσκός λοιπόν, το μικρό παιδί από τη μια μέρα στην άλλη έγινε ψαράς. Γεμάτος χαρά σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν μέσα στη βάρκα να ταξιδεύει τις θάλασσες και να αναπνέει το καθαρό ιώδιο κάτω από ένα γαλάζιο ουρανό που πέρα στον ορίζοντα ενωνόταν με την θάλασσα και ο ήλιος μέσα έδυε δμιουργώτας χρωματιστά ηλιοβασιλέματα χάρμα οφθαλμών και αισθήσεων.

Όταν μπήκε στη βάρκα την πρώτη φορά ήταν χαρούμενος. Η θάλασσα ήταν λάδι, και η επιστροφή τους στέφθηκε με επιτυχία καθώς ψάρεψαν πολλά ψάρια, αλλά ακόμα περισσότερο ευτυχής, ήταν την επόμενη μέρα στο παζάρι που πίσω από τον πάγκο τους ο κόσμος έστεκε ουρά να τα αγοράσει.
Την επόμενη φορά όμως η θάλασσα είχε φουρτούνα και η βάρκα έγερνε από τη μια και την έλη ενώ το μπότσι την κουνούσε ακανόνιστα. Ο νεαρός ψαράς ζαλίστηκε, ήθελε να βγάλει τα σωθικά του. Όμως ο γέρο ψαράς τον καθησύχαζε πως με τον καιρό θα τη συνηθίσει.
Άλλες φορές κινούσαν για ψάρεμα τα μεσάνυχτα και πηγαίνοντας στα ανοιχτά αφού κάλαραν τα δίχτυα, έριχναν άγκυρα και κοιμόντουσαν μέσα στη βάρκα δυο-τρεις ώρες ως το χάραμα που ξυπνούσαν και τα μάζευαν.
Άλλες φορές ξεκινούσαν απόγευμα και τέλειωναν τα μεσάνυχτα της επομένης μέρας.
Κάποτε έπιαναν ψάρια πολλά, κάποτε ελάχιστα. Ήταν μια κουραστική δουλειά, ένα συνεχές πάλεμα με τη θάλασσα. Πολλές φορές τα δελφίνια έσκιζαν τα δίχτυα και οι καλοί ψαράδες γεμάτοι πίκρα γύριζαν στη στεριά άπραχτοι και ζημιωμένοι.
-Έτσι είναι αυτή η δουλειά του έλεγε ο γέρο ψαράς.
-Ούτε ώρες καταλαβαίνει ούτε καιρό. Όποιος θέλει να δουλέψει πρέπει να είναι συνέχεια στη θάλασσα.
Και ο μικρός ψαράς με τον καιρό, κατάλαβε πόσο δύσκολο είναι το επάγγελμα του ψαρά. Είδε με πόσο δύσκολο τρόπο έβγαιναν τα λεφτά, και πως τις περισσότερες φορές δεν έβγαιναν.
Και σκέφτηκε πως κάποιος πρέπει να είναι τρελός για να θέλει να το κάνει ως βιοποριστικό επάγγελμα. Άλλο είναι να το έχει κάποιος πάρεργο από αγάπη για τη θάλασσα, και άλλο επάγγελμα και τρόπο ζωής.
Και σκέφτηκε πως ευκολότερο είναι να αγαπά κάποιος τη θάλασσα από μακριά παρά από κοντά. Θυμήθηκε τις ξένοιαστες εκείνες μέρες στο βουνό, που την έβλεπε από ψηλά και πολύ του άρεσε να την παρακολουθεί άλλοτε ησυχασμένη και άλλοτε τρικυμισμένη.
Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν στερνή γνώση είχε για πρώτη, θα προτιμούσε βοσκός και ευτυχισμένος παρά ψαράς και αγχωμένος.