ΤΑ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ

Τα σφουγγάρια είναι ζωντανοί θαλάσσιοι οργανισμοί που η ανάπτυξη τους εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον στο οποίον ζουν. Βλαστούν στον βυθό, και όταν ανασύρονται προσεκτικά, η ρίζα τους ξαναβλαστά και γεννιούνται νέοι οργανισμοί που αναπτύσσονται ξανά σε σπόγγους.
Η ποιότητα τους εξαρτάται από το φωτισμό, τα ρεύματα και το πλακτόν με το οποίο τρέφονται. Το πλακτόν είναι θαλάσσιοι μικροοργανισμοί που παρασύρονται από τα ρεύματα και τον κυματισμό, έτσι όταν υπάρχουν πολλά και συνεχή ρεύματα, υπάρχει και πολλή τροφή για τα σφουγγάρια.
Πριν πολλά χρόνια στις θάλασσες της Χλώρακας ανθούσε η αλιεία σπόγγων καθώς στους βυθούς τα σφουγγάρια βαστούσαν και αναπτύσσονταν σε μεγάλο βαθμό επειδή τα δυτικά κυρίως ρεύματα μετέφεραν άφθονο πλακτόν.
Πολύ λίγοι όμως κάτοικοι  ασχολήθηκαν με αυτό το είδος αλιείας, διότι ήθελε ειδικές στολές τα λεγόμενα σκάφανδρα, ή οι βουτηχτές να έχουν μεγάλη αντοχή στην αναπνοή. Όμως από τα νησιά της Ελλάδας έρχονταν καΐκια και τα αλίευαν. Βουτούσαν όλη τη μέρα και τις νύχτες έστηναν σκηνές στις ακρογιαλιές για να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν.
 Έτσι αυτόν τον τεράστιο πλούτο από τις θάλασσες της Χλώρακας εκμεταλλεύονταν Έλληνες νησιώτες, και ελάχιστοι Χλωρακιώτες ασχολήθηκαν με το είδος. Ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, αλλά πολύ σκληρό καθώς πολλοί πέθεναν ένεκα της νόσου των δυτών.
Η αλίευση των σπόγγων διήρκησε έως τέλη του αιώνος όπου πλέον μαζί με τους Έλληνες νησιώτες, και πολλοί Κύπριοι ασχολήθηκαν με το επάγγελμα. Όμως ξαφνικά τα σφουγγάρια άρχισαν να αρρωσταίνουν, να σαπίζουν, και τελικά να εκλείπουν παντελώς. Όπως μια επιδημία τα αρρώστησε και τα εξαφάνισε εντός ολίγων ημερών και μια ολοσχερής καταστροφή των σπόγγων συντελέστηκε.
Κάποιοι είπαν ότι οφειλόταν στη ρύπανση των νερών, και πολλοί ότι έφταιγε η ραδιενέργεια που προήλθε από την έκρηξη του πυρηνικού σταθμού του Τσέρνομπιλ.

Ο Λεωνίδας πολύ νεότερος όταν τα σφουγγάρια αρρώστησαν από τη ραδιενέργεια της έκρηξης στο Τσέρνομπιλ και σάπισαν και εξαφανίστηκαν, άκουε ιστορίες και σκεφτόταν ότι αν ζούσε εκείνες τις εποχές, θα ασχολιώταν με αυτού του είδους την αλιεία. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και ενώ στην αρχή ήταν από χόμπι, στο τέλος κατέληξε ένας από τους καλύτερους ψαράδες με δική του βάρκα και σύνεργα. Όποτε η θάλασσα το επέτρεπε ξανοιγόταν βαθιά και έριχνε τα δίκτυα, και ύστερα με τις ώρες περίμενε να τα μαζέψει.
Μια φορά στα δίχτυα δεν έπιασε ούτε ένα ψάρι. Απογοητευμένος σκέφτηκε στην επιστροφή να περάσει από τις ξέρες του Φουρφουρή και να βουτήξει με το ψαροντούφεκο μήπως ψαρέψει κάτι, έστω για την τροφή της οικογένειας του.
Είχε χαράξει πλέον, και θα μπορούσε με το φως του ξημερώματος να ψαρέψει με ευκολία. Έβαλε λοιπόν τη μάσκα, πήρε το ψαροντούφεκο και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Κολύμπησε γύρω από τους βράχους, αλλά ούτε ένα ψαράκι δεν υπήρχε. Όπως να χάθηκε όλη η πανίδα από τη θάλασσα. Αποφάσισε όμως να μην βγει στην επιφάνεια άπραχτος. Έτσι έκανε μακροβούτι στο βυθό, καθώς ήξερε ότι στα ριζά της ξέρας του Φουρφουρή υπήρχαν πολλοί αστακοί.
Πάλι δεν βρήκε τίποτα να ψαρέψει, αλλά είδε λίγο πιο πέρα πολλά όμορφα σφουγγάρια να βλαστούν, μια μεγάλη συστάδα, ένα μικρό δάσος. Το χρώμα τους μαύρο προς γκρι όμοιο με σκουριά, ίδιο με τον πέτρινο βυθό.
Η χαρά του ήταν μεγάλη και μια ελπίδα γεννήθηκε στην καρδιά του. Ίσως σκέφτηκε να πέρασε η αρρώστια και άρχισαν πάλι να βλαστούν από την αρχή. Ευχήθηκε να είχε δίκιο, και η επικερδής αλιεία να άρχιζε από την αρχή.
Τα περιεργάστηκε όσο κρατούσε η αντοχή του και ύστερα ανέβηκε στην επιφάνεια. Απόθεσε το ψαροντούφεκο στη βάρκα και παίρνοντας ένα μεγάλο μαχαίρι, ξαναβούτηξε. Έφτασε στον πάτο και κολύμπησε προς τα σφουγγάρια. Προσεχτικά από τη ρίζα έκοψε το μεγαλύτερο από όλα, και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια.
Ήταν ένα πανέμορφο ολοστρόγγυλο σε χρώμα ανοικτό καφέ, ελαστικό και εύκαμπτο, μαλακό σαν βελούδο. Θα το επεξεργαζόταν και θα το τοποθετούσε στην βιτρίνα να το βλέπει ως σημάδι ελπίδας, αφού ύστερα από χρόνια πολλά γεννήθηκε ξανά η ελπίδα στην καρδιά του για την αναγέννηση της χλωρίδας των σπόγγων στις θάλασσες της Χλώρακας.