ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΝΕΡΙ

Αφιερωμένο στον ήρωα του παραμυθιού και φίλο μου, Κυριάκο Μαυρονικόλα
Τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς παρέα κατέβαιναν στη θάλασσα. Ένα τσούρμο ίσα μια ντουζίνα ζωηρά και αργόσχολα, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού δροσίζονταν στα παγωμένα νερά της Αλυκής. Έπαιζαν και αθλούνταν ποιος θα παραβγεί στο κολύμπι και οι χαρούμενες φωνές τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα ενώ οι ζητωκραυγές τους συνόδευαν τους νικητές.
Ανάμεσα τους ένας νεανίσκος ο Κυριάκος, δεν έπαιζε μαζί τους. Δεινός ψαροντουφεκάς, όση ώρα τα άλλα παιδιά διασκέδαζαν, αυτός ξανοιγόταν στα βαθιά και ψάρευε, αλλά πάντα στην ώρα του καθώς διάβαζε τον ήλιο, επέστρεφε και μαζί έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού. Είχαν συμφωνήσει όλοι μαζί να πηγαίνουν, όλοι μαζί να επιστρέφουν, αυτή την παραγγελιά είχαν από τους γονείς τους ώστε ο ένας να προσέχει τον άλλο, και όλοι να είναι αλληλέγγυοι για την ασφάλεια τους.
Ο Κυριάκος ήταν εξαίρετος κολυμβητής και δεινός βουτηχτής. Πολύ ψύχραιμος από τη φύση του, αντιμετώπιζε και χειριζόταν επιτυχώς όσες δύσκολες καταστάσεις παρουσιάζονταν. Με σύνεργα τη μάσκα, το ψαροντούφεκο και τα πέδιλα, πάντα επέστρεφε με το ρεχτάρι γεμάτο.
Λογαριαζόταν ο καλύτερος ψαροντουφεκάς σε όλη την περιοχή και ήταν γνώστης όλων των τεχνικών περί ψαρέματος με ψαροντούφεκο και με δυναμίτιδα. Μια ζωή στο ρίσκο που λένε, αφιέρωσε όλη τη ζωή του στο ψάρεμα, ενώ τώρα γέρος πλέον κάθεται στην κουνιστή του καρέκλα κουφός και στα δύο του αφτιά αποτέλεσμα από το πολύχρονο πάλεμα του με τη θάλασσα, και συλλογάται τα παλιά όταν νέος και σφριγηλός με μεγάλες αντοχές, κολυμπούσε και ψάρευε με τις ώρες.

Πολλές ιστορίες ειπώθηκαν για λόγου του, αλλά εγώ θα περιγράψω μια μοναδική που μοιάζει με μυθοπλασία και βγαλμένη από παιδική φαντασία, που όμως είναι αληθινή καθώς όλα τα παιδιά της παρέας μαρτυρούν.

Πρωί με τη δροσιά λοιπόν, πήραν την κατηφόρα για την Αλυκή, και πρίν ο ήλιος ανέβει ψηλά και αρχίσει η αφόρητη ζέστη, τους βρήκε να τσαλαβουτούν στα κρύα νερά.
Ο Κυριάκος φόρεσε τη μάσκα και τα πέδιλα, και οπλίζοντας το ντουφέκι, αστειευόμενος τους ρώτησε τί ψάρια θέλουν να τους φέρει. Ένα μικρόν παιδί που λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία ο δάσκαλος τους είπε την ιστορία του παιδιού και του δελφινιού, ζήτησε ένα δελφίνι να το καβαλικεύει και να ξανοίγεται στις θάλασσες να παίζει και να κολυμπά μαζί του.
-Εντάξει του απάντησε ο Κυριάκος, άμα βρω ένα θα σου το φέρω ζωντανό και θα σου το κάνω δώρο.
Περπάτησε στα ρηχά ο Κυριάκος, και όταν η θάλασσα τον σκέπασε ως τη μέση, βούτηξε και έγινε μια κουκίδα στην απέραντη θάλασσα, και χάθηκε στα βαθιά.
Τα άλλα παιδιά φωνασκώντας και γελώντας διασκέδαζαν χαρούμενα απολαμβάνοντας τη δροσιά της θάλασσας. Η ώρα περνούσε ξέγνοιαστα, αλλά έχοντας έγνοια, σαν ήρθε η ώρα, με μισή καρδιά βγήκαν στον ήλιο να στεγνώσουν περιμένοντας τον φίλο τους τον Κυριάκο να βγει κι αυτός, και όλοι μαζί να πάρουν το ανηφόρι του γυρισμού.

Περνούσε όμως η ώρα και ο Κυριάκος δεν φαινόταν. Πέρασε κι άλλη ώρα, κι άλλη, όμως χασημιός ο φίλος τους. Η ανησυχία άρχισε να τους ζώνει και με αντήλιο τα χέρια ερευνούσαν τη θάλασσα να τον εντοπίσουν.  Η αγωνία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους και κακές σκέψεις άρχισαν να έχουν. Όσο σουρούπωνε περισσότερο έκδηλη η αγωνία τους στεναχωρούσε, και αμήχανοι δεν ήξεραν τι να κάμουν. Άρχισαν να πιστεύουν πως κάποιο κακό συνέβηκε, αφού καμιά άλλη φορά δεν είχε αργήσει, ήταν πάντοτε συνεπής.
Με την απελπισία να τους πνίγει, ήταν πλέον σίγουροι ότι έχασαν τον φίλο τους. Κάποιοι αρχίνησαν να κλαίγουν, και όλοι μαζί φοβισμένοι έστεκαν στην άκρη της θάλασσας και με πόνο στις καρδιές μεμψιμοιρούσαν.
Και παρατηρώντας συνέχεια τη θάλασσα παρακαλούσαν τον Θεό να δουν τον φίλο τους να ανεφάνει.

Στην πολλή ώρα, είδαν ξαφνικά κάτι να κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας και με ταχύτητα να μπλέει και να κατευθύνεται προς την ακτή δημιουργώντας άσπρους αφρούς στο διάβα του καθώς έσκιζε τα ήσυχα νερά.
Με περιέργεια και ελπίδα το έβλεπαν να τους πλησιάζει, να τους φτάνει και να αράζει πάνω στην άμμο της ακρογιαλιάς.
Δεν πίστευαν στα μάτια τους, ήταν ο φίλος τους ο Κυριάκος καβαλικεμένος πάνω σε ένα ψάρι μινέρι που τον οδήγησε κοντά τους και έμεινε πάνω στην άμμο να σπαρταρα, ενώ ο φίλος τους σκυμμένος πάνω του το κρατούσε σφικτά να μην του φύγει.

Τι είχε συμβεί λοιπόν;
Το μινέρι είναι είδος ψαριού περιζήτητο από τους ψαράδες ένεκα του μεγέθους και της εξαιρετικής του γεύσης. Όσο είναι μικρά μπλέουν σε κοπάδια, αλλά όσο μεγαλώνουν αραιώνουν ή και μπλέουν μοναχικά. Ο Κυριάκος συνάντησε ένα μοναχικό και τεράστιο σε μέγεθος πέραν των δύο μέτρων, πέραν των πενήντα κιλών, και δεν είχε σκοπό να το αφήσει να γλυτώσει. Γνώριζε πως ήταν δύσκολο να το ψαρέψει, αλλά ήταν αποφασισμένος πάση θυσία να το σκοτώσει. Έτσι κρατώντας σφικτά το ψαροντούφεκο το ντουφέκισε και το καμάκι καρφώθηκε λίγο κάτω από το κεφάλι και το διαπέρασε από τη μια στην άλλη μεριά, και έμεινε καρφωμένο στο κορμί του. Πονεμένο και σπαρταρώντας το μινέρι όρμησε να φύγει, ώθησε και έσκισε τα νερά και με μεγάλη ταχύτητα κολύμπησε να γλυτώσει. Όμως ο Κυριάκος προσμένοντας αυτή την αντίδραση κράτησε σφικτά το ντουφέκι, και το μεγάλο κύτος τον τραβούσε και το έσερνε μια στα βαθιά και μια στα ξέβαθα. Αλλά με  ψυχραιμία ο καλός ψαράς αφέθηκε να τον σέρνει καταφέρνοντας κάθε τόση ώρα να βγάζει το κεφάλι του για μια αναπνοή, ενώ ταυτόχρονα μάζευε το σκοινι που ήταν δεμένο το καμάκι. Χωρίς να πανικοβληθεί και χωρίς να τα χάσει, κόντεψε, και κατάφερε να αρπάξει το καμάκι που ήταν καρφωμένο στη ράχη του μεγάλου ψαριού. Άρπαξε με το ένα χέρι τη μια άκρια, και με το άλλο την άλλη. Μ αυτό τον τρόπο βρέθηκε καβαλικεμένος πάνω του, και με δύναμη άρχισε να το κλώννει και να το οδηγά. Με πολλή προσπάθεια και κόπο αφού περιπλανήθηκαν πολλή ώρα , κατάφερε να το οδηγήσει έξω στη στεριά. Και αποκαμωμένο πλέον το μινέρι έμεινε πάνω στην άμμο να σπαρταρά, ενώ από πάνω του ο Κυριάκος το κρατούσε γερά να μην φύγει στη θάλασσα.

Έμεινε το μεγάλο ψάρι να σπαρταρά στην άμμο, όπου χωρίς αναπνοή τέλειωσε η ζωή του και ο Κυριάκος θριαμβευτής σηκώθηκε ενώ τα άλλα παιδιά τον ζητωκραύγαζαν με θαυμασμό.
Αλλά το μικρό παιδί στην άκρια φαινόταν μαραζωμένο και λυπημένο. Ο Κυριάκος τον κόντεψε και αστειευόμενος του λέει,
-Σου έταξα δελφίνι, αλλά σου έφερα μινέρι.
Και το μικρόν παιδί με ένα κόμπο στο λαιμό του απαντάει,
- Το δελφίνι αγαπούσε τον φίλο του και για χάρη του πέθανε, ενώ εσύ το σκότωσες…

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ