ΤΟ ΓΙΩΡΚΟΥΪΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΝΕΡΙ

Το όνομα Γεώργιος προέρχεται από τις λέξεις γη και έργο, δηλαδή εννοεί αυτόν που ασχολείται με τη γη, τον Γεωργό. Η ιστορία του Αγίου Γεωργίου που σκότωσε τον δράκοντα και η ιστορία του μυθικού Βελλεροφόντη που σκότωσε τη Χίμαιρα τέρατα που ξερνούσαν φωτιά και έκαιαν τα σπαρτά, άφησε ως παράδοση κάθε Ελληνική οικογένεια να ονοματίζει ένα από τα παιδιά της Γεώργιο.

Το Γιωρκούιν με τέτοιο Αγιασμένο όνομα που είχε, το τιμούσε και το γιόρταζε κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του. Μια φορά αποφάσισε για τη γιορτή του να οργανώσει ένα διαφορετικό δείπνο, έτσι την προηγούμενη πήγε στη θάλασσα να ψαρέψει με δυναμίτη και να κάμει ένα μεγάλο τσιμπούσι με ψάρια να ευχαριστηθούν συγγενείς και φίλοι.
Το υποκοριστικό Γιωρκούιν του το κόλλησαν καθώς πολύ δραστήριος από μικρός, ξεχώριζε από όλους τους άλλους στο χωριό με ίδιο όνομα. Όνομα και πράμα λοιπόν, ήξερε πολλές τέχνες. Ήταν ζευγαλάτης, γεωργός, βοσκός, ψαράς. Όμως περισσότερο ήταν κολλημένος με τη θάλασσα. Αλίευε με όλων των ειδών τρόπους και είχε ως περισσότερη αγαπημένη μέθοδο, το ψάρεμα με δυναμίτη καθώς με αυτόν τον τρόπο έπιανε πολλά ψάρια κατά παρασάγγης ευκολότερα.
Στην Κύπρο η χρήση του δυναμίτη άρχισε μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, και άνθισε την εποχή της Βρετανικής κυριαρχίας, και κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής δημοκρατίας. Καθώς ο κόσμος πεινούσε, και ενώ παντού βρίσκονταν εκρηκτικά ένεκα των πολέμων, πολλοί έμπαιναν στον πειρασμό και χρησιμοποιούσαν αυτή τη μέθοδο, διακινδυνεύοντας να τραυματιστούν, να συλληφθούν, να φυλακιστούν…
Πρωί πρωί αρματώθηκε τα χρειαζούμενα του και καβαλίκεψε τον Σιερκά ένα γέρο γαϊδούρι που το είχε η μάνα του εδώ και χρόνια για τις δουλειές στα περβόλια, και ξεκίνησε να πάει στον Πάρακα ένα ψηλό γκρεμό πάνω από τη θάλασσα. Ήταν η θάλασσα εκεί ένα πέρασμα ψαριών τα οποία συνήθως περνούσαν κατά αλάγια. Ξεπέζεψε και παλούκωσε τον γάιδαρο σε ένα πλησίον χωράφι να ξαποστάσει και να βοσκήσει με την ησυχία του καθώς ο ίδιος μάλλον θα παραμόνευε για ψάρια πολλές ώρες.
Ετοίμασε μια ράβδο σιουσιούκου δυναμίτη, και τον όπλισε με καψούλι. Έχοντας τον στο χέρι έτοιμο, στάθηκε στην άκρη του γκρεμμού και κατόπτευσε κάτω τη θάλασσα. Ήταν μια θάλασσα πολύ βαθιά με βραχώδη βυθό, όπου ενδιάμεσα υπήρχαν χάστρες καλυμμένες από κατάξανθη άμμο, έτσι που όταν τα ψάρια περνούσαν, ξεχώριζαν όπως η μύγες στο γάλα.
Εκείνη τη μέρα φάνηκε τυχερός. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, και το μάτι του πήρε να ξεχωρίσει πάνω από την αμμώδη χαράδρα ένα τεράστιο μινέρι. Το υπολόγισε στα 30 κιλά, και σκέφτηκε πως ο Αρχάγγελος ο δικός του Άγιος του το έστειλε ως δώρο για τη γιορτή του.
Αμέσως άναψε το φυτίλι και έριξε τον δυναμίτη. Βιαστικά έβγαλε τα ρούχα του και γρήγορα κατέβηκε τα ψηλά βράχια. Βούτηξε, αλλά πουθενά το μινέρι. Σκέφτηκε ότι ίσως η πίεση της δυναμίτηδος να το έριξε σε καμιά τρύπα. Γνωρίζοντας καλά τον βυθό, με τη μάσκα που φορούσε άρχισε να ψάχνει και το είδε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα σκοτωμένο. Βούτηξε μονομιάς και το άρπαξε. Ήταν τεράστιο όμως και δεν τους χωρούσε το άνοιγμα να βγουν έξω. Έτσι κρατώντας το από την ουρά σφικτά να μην του γλιστρήσει και το χάσει, το πρόταξε μπροστά πρώτα αυτό και ύστερα αυτός, να βγουν από το άνοιγμα.
Αυτό που συνέβη τη μέρα εκείνη, το θυμόταν και το διηγόταν ως τα βαθιά του γεράματα που έζησε. Ενώ το είχε προταγμένο προς την επιφάνεια και κολυμπούσε, είδε άξαφνα μπροστά του ανοιχτά κάτι τεράστια σαγόνια με κοφτερά σαν βελόνες δόντια σκυλόψαρου και ύστερα να κλείνουν και να δαγκώνουν το μινέρι. Ευτυχώς κρατούσε το τεράστιο ψάρι από τη μέση και κάτω, και έτσι τα χέρια του γλύτωσαν από τα κοφτερά δόντια του καρχαρία. Αγανακτισμένος για την κακή του τύχη, σφικτά τραβούσε το μινέρι να μην το χάσει, αλλά ο καρχαρίας ήταν πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός, έτσι μετά από λίγα δευτερόλεπτα πάλης τον απέσπασε από τα χέρια του και έφυγε μακριά μέσα στα βαθιά νερά.
Ο καλός ψαράς που ήλπιζε να κάμει για τη γιορτή του ένα συμπόσιο με διαφορετική τροφή από άλλες φορές, σκέφτηκε πως θα πρόσφερνε στους καλεσμένους του πάλιν κρέας όπως και κάθε χρόνο.
Υ.Γ.

Όσο όμως περνούσαν οι μέρες, δεν μπορούσε να χωνέψει το πάθημα του. Κάθε βράδυ όταν στριφογύριζε στο κρεββάτι του, σκεφτόταν πως έπρεπε να τιμωρήσει τον κακό καρχαρία.

Ένα πρωί λοιπόν, πολύ πρωί, αντί να πάει στις δουλειές του καβαλίκεψε τον Σιερκά και ροβόλησε στην μεγάλη πόλη. Επισκέφτηκε τον Κανταρή τον κομωδρόμο και του παράγγειλε ένα δυνατό μεγάλο αγκίστρι. Αγόρασε και ένα χοντρό ττέλι το οποίο έδεσε στο αγκίστρι και κάθε πρωί στον Πάρακα, αφού αγκίστρωνε ένα κομμάτι κρέας, το έριχνε στη θάλασσα προσμένοντας κάποια στιγμή να ψαρέψει τον καρχαρία.

Πράγματι ο λαίμαργος καρχαρίας τσίμπησε το δόλωμα και το έκανε μια χαψιά…

Όμως τι άδικο για τον καλό ψαρά μας, με τα κοφτερά του δόντια ο καρχαρίας έκοψε το ττέλι, και μην είδατε το μεγάλο θεριό.

Το Γιωρκούιν όμως καθώς πολύ πεισματάρης, δεν τα έβαλε κάτω και συνέχισε το κυνήγι που είχε βάλει σκοπό. Έβαλε το σύρμα διπλό, και συνέχισε για πολλές μέρες την προσπάθεια, αλλά πάντα χωρίς αποτέλεσμα. Ο καρχαρίας έτρωγε το κρέας, έκοβε τα ττέλια, και χανόταν στα βάθη της θάλασσας του Πάρακα. Ήταν πολύ μεγάλος για να μπορέσει το μεγάλο αγκίστρι να τον κρατήσει.

Στο τέλος αφού ο καλός ψαράς μας είδε και απόειδε, σκέφτηκε με την λογική που μπόλικη διέθετε, πώς καλό είναι το πείσμα και η επιμονή, αλλά με μια προϋπόθεση, να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός. Ώστε, σκέφτηκε, όλες οι προσπάθειες του θα ήταν μάταιες, γι αυτό παράτησε τις προσπάθειες και άφησε τον μεγάλο καρχαρία νηστικό.