Στα βάθη των θαλασσών
υπάρχουν ψάρια παράξενα, τέρατα, δράκοι. Υπάρχουν πλάσματα αφανέρωτα που όταν
κάποιος τα αντικρύσει τον κυριεύει φόβος που του γίνεται εφιάλτης εφ όρου ζωής
να τον κατατρέχει στα όνειρα του.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θάλασσα
πραγματικά κρύβει πράγματα και θάματα, καθώς τα ανεξερεύνητα άδυτα των βυθών,
κανείς δεν τα έχει πλήρως χαρτογραφήσει. Όμως στα ρηχά κοντά στις στεριές,
σπάνια φανερώνονται τέτοια πλάσματα, και γι αυτό κανείς δεν πιστεύει ότι θα του
λάχει η μοίρα να τα συναντήσει. Μια ιστορία λοιπόν θα σας διηγηθώ, για έναν
καλό ψαρά ο οποίος όταν συνάντησε ένα τέρας φοβήθηκε πολύ, και δεν ξανακόντεψε
τη θάλασσα που για μια ολόκληρη ζωή του ήταν πάθος, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά.
Στον κόλπο του Πηλού στη Χλώρακα υπάρχει
μια πέτρα η Βουβαλόπετρα, ένας μεγάλος βράχος ριζωμένος στέρεος και ακίνητος
από τις μεγάλες τρικυμίες, του οποίου όνομα δόθηκε κατά το παλιό παρελθόν από
κάτοικο ο οποίος γνώριζε τα εξωτερικά βοοειδή βουβάλια, καθώς ο βράχος έμοιαζε
με ράχη βουβαλιού. Όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη η ράχη εξείχε από τα νερά, και οι
ψαράδες με τα καλάμια τους είχαν έγνοια από τα χαράματα να πιάσουν πόστο, καθώς
στη περιοχή τα ψάρια ήταν άφθονα.
Ο Άντωνος ένας ξακουστός εργολάβος και
φανατικός ψαράς, τις ημέρες της σχόλης του κατάφερνε πάντα να καταλαμβάνει
πρώτος το πόστο, έτσι ο βράχος απόχτησε ουρά, και τον ονόμασαν η Βουβαλόπετρα
του Άντωνου. Δεινός ψαράς με περίσσια υπομονή, καθόταν στο βράχο υπό τον καυτό
ήλιο ή το τσουχτερό κρύο, και με ένα καπέλο των καουμπόηδων, και φαντάζοντας
γραφική φιγούρα ζωγραφικού μαυρόασπρου πίνακα, ψάρευε με τις ώρες. Ήταν ο
καλύτερος ψαράς του χωριού και το παινευόταν, αλλά όμως ήταν η πραγματικότης
και όλοι οι χωριανοί το παραδέχονταν.
Τα βράδια στο μικρό ταβερνάκι με την
παρέα του απολάμβαναν τηγανιτά ψάρια που ο Φκωνής ο ταβερνιάρης τηγάνιζε με
περίσσια τέχνη σε τρεμιχόλαο, και τους σερβίριζε πάντα το ίδιο ποτό, κρασί
στερκό ή κοκκινέλι. Στο φαγοπότι και στη μέθη του ποτού, ο καθένας έλεγε τα
δικά του, και ο Άντωνος τους έλεγε ιστορίες για τη θάλασσα και τα ψάρια που
ψάρευε με το καλάμι εκεί στην Βουβαλόπετρα, την πέτρα που την θεωρούσε δικιά
του.
Μιλούσε πολύ παραστατικά, και τους έλεγε
καμιά φορά ιστορίες παράξενες, που οι συνδαιτημόνες του αν ήθελαν τις πίστευαν,
αλλά από ευγένεια μην τον κακοφανήσουν, δεν έφερναν αντίρρηση.
Τους είπε λοιπόν πώς
μια μέρα ένιωσε το καλάμι βαρετό και δεν μπορούσε να το σηκώσει. Όμως με
υπομονή, πείσμα και τέχνη, κατάφερε σιγά αλλά σταθερά να ανεβάσει τη λία του
στην επιφάνεια,. Αλλά ω θεέ μου τι να δεί, είδε ένα άσχημο και αποκρουστικό
πράγμα χλωμό σε χρώμα ξέβαθου ροζ, που είχε μια κεφαλή ίδια του καρχαρία γεμάτη
κοφτερά δόντια, σώμα ίδιο ανθρώπου, σε μέγεθος ανθρώπου, με την κεφαλή
δυσανάλογη, πολύ μεγάλη, ένα σιχαμερό τέρας, ένα ανατριχιαστικό όν.
Το αντίκρυσε κάτω από
την επιφάνεια που ανέβαινε και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Τον έλουσε κρύος
φόβος καθώς αντίκρυζε ένα πράγμα ανακαττσιαστό που δεν είχε ματαδεί, ένα φοβερό
τέρας που τον κοίταζε και τον έλκυε σαν μαγνήτης. Με το μυαλό να θέλει να
αντιδράσει, αλλά το κορμί να μην μπορεί, τρόμος τον κυρίεψε, πίστεψε ήρθε το
τέλος του. Ήθελε να αφήσει την πετονιά να τρέξει να γλυτώσει, αλλά παραλυμένος
και μαγνητισμένος έμεινε να χάσκει το φοβερό θεριό που με
το βλέμμα τον πάγωνε και τον παρέλυε κυριολεκτικά, ένα βλέμμα ίδιο
της Γοργώς της μυθικής Μέδουσας του φρικτού τέρατος σύμβολο του κακού, που δεν
τον άφηνε να αντιδράσει. Τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα που διήρκησε το κακό
συνάντημα, του φάνηκαν αιώνες αγωνίας και με αίμα παγωμένο, συνειδητοποίησε το
τέλος του καθώς πλήρως κατανόησε ότι μαγνητίστηκε, ότι ήθελε να σπεύσει να
συναντήσει το θηρίο, να ανταμώσει το θάνατο του.
Απελπισμένος αισθανόταν
ότι η τρομακτική ματιά του όντος τον είχε υπνωτήσει. Στο στόμα τα κοφτερά
δόντια έτοιμα να τον κατασπαράξουν φαίνονταν απαίσια και τρομακτικά. Το φοβερό
βλέμμα διαπεραστικό ένιωθε ότι τον είχε απολιθώσει, και δεν μπορούσε να
αντιδράσει. Τελείως απελπισμένος πίστεψε ότι σωτηρία δεν είχε, ότι ο Άντωνος
τετέλεσται.
Και ξαφνικά το θεριό με
ένα δυνατό σάλτο πετάχτηκε έξω από το νερό να τον καταβροχθίσει, να τον χάψει
στα φοβερά του σαγόνια.
Αλλά φαίνεται η μοίρα
διάβαινε με τον Άντωνο γιατί είχε Άγιο που τον πρόσεχε, καθώς εκείνη τη μικρή
στιγμή, την απειροελάχιστη στιγμή που διήρκησε το σάλτο, το βλέμμα του θεριού
ξεστράτισε και απελευθερωμένος από την ύπνωση ο Άντωνος ασυναίσθητα έγειρε στο
πλάι, και το θηρίο πέρασε ξυστά κτυπώντας τον με δύναμη ρίχνοντας το κάτω, και
με φόρα έπεσε στο νερό, στην άλλη μεριά.
Έτσι παρατρίχα γλύτωσε ο καλός ψαράς, αλλά
από το φόβο του δεν ξαναπήγε στη θάλασσα.
Και όταν είπε την ιστορία στους φίλους
του μια νύχτα στην ταβέρνα του Φκωνή, λογικό ήταν να μην τον πιστέψουν, από την
άλλη όμως δεν μπορούσαν να είναι εντελώς σίγουροι, καθώς κανείς τους δεν
μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο Άντωνος που είχε τη θάλασσα μάνα μοίρα κι
αγαπητικιά, εδώ και μέρες είχε ξεκόψει μαζί της δίχως άλλο φανερό λόγο.