Οι καιροί ήσαν δύσκολοι και η φτώχεια μάστιζε τον πληθυσμό. Η ξηρασία στον τόπο διαρκούσε πολλά χρόνια και η γη στεγνή, δεν μπορούσε να αποδώσει. Πάσκιζαν οι άνθρωποι να επιβιώσουν, αλλά πιο τυχεροί ήσαν όσοι ζούσαν στις παράκτιες περιοχές. Περιγελώντας την αρχαία ρήση του Πιττακού «Γη πιστόν, θάλασσα άπιστον κέρδος», γύρεψαν από τη θάλασσα όσα ανάγκην είχαν χρείαν. Με καλάμια, απόχες και καμάκια ψάρευαν όλοι στο γιαλό, και όσοι ήσαν περισσότερο επιδέξιοι και έξυπνοι, τα κατάφερναν.
Σιγά με τον καιρό πολλοί εξελίχτηκαν σε σπουδαίους ψαράδες και έκαμαν το ψάρεμα κύριον έργον, και έκαμαν το επάγγελμα επιστήμη. Στην πολύχρονη μάχη που έδιναν με τη θάλασσα σιγά γνώρισαν τα στοιχεία της, απέκτησαν γνώσεις, έμαθαν τα σημεία των καιρών, κατάφεραν να την διαβάζουν.
Έτσι, σχεδόν όλοι όσοι ζούσαν κοντά στη θάλασσα έγιναν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ψαράδες. Με κάθε είδους τρόπο, βάρκες και δίχτυα, πετονιές, καμάκια, ψαροντούφεκα, παραγάδια, πυροφάνια, ψάρευαν για δική τους τροφή, για εμπόριο, για τον επιούσιο.
Ήταν οι πρώτες δύο δύσκολες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Εγγλέζους οι οποίοι είχαν πτωχεύσει την νήσο, και οι κάτοικοι πάσκιζαν εξ αρχής παντοιοτρόπως να στήσουν ένα καινούργιο νοικοκυριό. Όμως ο τόπος ήταν φτωχός, οι περισσότεροι κάτοικοι ζούσαν από τη Γεωργία και τη κτηνοτροφία, επαγγέλματα που πλήγηκαν τα μέγιστα από τη μεγάλη ανομβρία εκείνης της εποχής. Πολλοί κάτοικοι ξενιτεύτηκαν και πολλοί στράφηκαν προς τη θάλασσα άλλοι ως σφουγγαράδες και άλλοι ως ψαράδες.
Ο Γιώρκος του Λεωνή ήταν μέγας βοσκός στον τόπο του, όμως ούτε αυτός άντεξε την μεγάλη ανομβρία καθώς η γη όλη ξεράθηκε και δεν υπήρχε βοσκή για τα πρόβατα του. Έτσι το κοπάδι αναγκαστικά μίκρυνε σε σημείο που ο καλός νοικοκύρης έπιασε πάρεργο το ψάρεμα. Αν και ύστερα που πέρασαν χρόνια και ξαναστήθηκε οικονομικά στα πόδια του, τη θάλασσα δεν την ματάφησε καθώς πολύ την αγάπησε και του έγινε βίωμα και έρωτας παντοτινός. Με τις ώρες ψάρευε, με τις ώρες την πάλιωνε, κατάντησε να γίνει γνώστης σχεδόν όλων των μυστικών που έκρυβε στα βαθιά νερά της. Χειμώνα ή καλοκαίρι, με άγριο ή ήπιο καιρό, με μπουνάτσες, με φουρτούνες, από τα χαράματα του φου και πιο ενωρίς, ευρισκόταν σε ένα μεγάλο βράχο και ψάρευε. Και όταν ξημέρωνε καλά, πήγαινε στα παραπλήσια βράχια που τα έβρεχε η θάλασσα και μάζευε φτειρες για να κάνει πασμό, τροφή για να προσελκύει τα ψάρια. Του έγινε συνήθειο και τρόπος ζωής, οξυγόνο που χωρίς του δεν μπορούσε να ζήσει.
Αυτή την άμετρη αγάπη την είχε και ο γιος του ο Κωστάκης που έγινε ένας από τους καλύτερους ψαράδες με δική του μεγάλη μηχανοκίνητη βάρκα, και με βοηθό τον πατέρα του ξανοίγονταν στα πέρατα των θαλασσών και έριχναν τα δίκτυα τους.
Ο Κωστάκης αγαπούσε και μελετούσε πολύ την ιστορία της θάλασσας, γι αυτό άκουγε με προσοχή όσους είχαν κάτι να πουν. Ιδιαίτερα του άρεσαν οι ιστορίες για τις γοργόνες, αλλά ήταν πολύ επιφυλακτικός, και όλο αναρωτιόταν αν υπάρχουν γοργόνες στ αλήθεια. Κάτι τέτοιο όμως του έμοιαζε εξωπραγματικό αν και γνώριζε πώς η μυθολογία βρίθει από αναφορές περι του αντιθέτου και πως ό αρχαίος μέγας φυσικός φιλόσοφος Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι το ανθρώπινο γένος προήρθε από υδρόβια είδη ζώων, μια θεωρεία που ακόμα και σήμερα διχάζει τους ανθρώπους και είναι πολλοί όσοι πιστεύουν στην ύπαρξη γοργόνων, εξ άλλου οι θάλασσες είναι ανεξερεύνητες και κρύβουν πολλά μυστικά, κετέληγε στη σκέψη του ο Κωστάκης.
Μια καθημερινή μέρα λοιπόν που η θάλασσα ήταν γαλήνια, είδε ο Κωστάκης πέρα στις ξέρες του Φουρφουρή μια σιλουέτα που δεν έμοιαζε με δελφίνι, να παιχνιδίζει με τα νερά, να βουτά, να βγαίνει στην επιφάνεια και να κολυμπά παιχνιδιάρικα. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον και ο νους του πήγε στις ιστορίες και στους μύθους για τις γοργόνες και αναρωτήθηκε μήπως είναι αληθινές. Έμεινε να παρακολουθεί με έκσταση και όσο κοίταζε, περισσότερο του έμπαινε η ιδέα στο μυαλό ότι μπορεί να είναι μια μικρή γοργόνα που βγήκε να παιχνιδίσει με τα ήρεμα κύματα που χτυπούσαν απαλά στις ξέρες αναταράσσοντας και αφρίζοντας τα νερά.
Τις επόμενες μέρες με τον πατέρα του κάθε μέρα, έριχναν τα δίκτυα τους στην περιοχή εκείνη ελπίζοντας να ψαρέψουν το παράξενο γοργόψαρο και να λυθεί η περιέργεια πού φώλιασε έμμονη ιδέα στην καρδιά τους. Με επιμονή και υπομονή συνέχισαν το έργο, και χωρίς να απελπίζονται καρτερούσαν να επιτύχουν το σκοπό τους.
Ώσπου μια μέρα κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το παράξενο ψάρι. Τραβώντας τα δίκτυα, ανάμεσα στα ψάρια αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα, είδαν ένα γοργόψαρο να σπαρταράει απελπισμένο. Ελευθέρωσαν το παράξενο όν από τα δίκτυα, και έμειναν να κοιτάζουν εκστασιασμένα χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν μιλιά. Πραγματικά ήταν ένα γοργόψαρο σχεδόν ίδιο με άνθρωπο. Τους κοίταζε με βλέμμα φοβισμένο και απελπισμένο όπως να τους παρακαλούσε να το ελευθερώσουν.
Αφού οι καλοί ψαράδες βρήκαν τη μιλιά τους και αφού εξέτασαν καλά το παράξενο όν, αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμπέρασμα αν ήταν ψάρι, γοργόψαρο, ή μια μικρή γοργόνα. Αποφάνθηκαν πως αν ήταν γοργόψαρο ή γοργόνα, δεν είχαν το δικαίωμα να το κρατήσουν ούτε να το αφήσουν να πεθάνει, γι αυτό αποφάσισαν να το ελευθερώσουν.
Με προσοχή λοιπόν το εναπόθεσαν στο νερό, και αυτό με ένα μακροβούτι χάθηκε στα βαθιά νερά. Σε λίγο όμως, το αντίκρισαν πέρα μακριά να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και να παίζει με τους αφρούς, όπως να τους χαιρετούσε, όπως να τους ευχαριστούσε.
Και σκέφτηκε ο Κωστάκης ο ψαράς ότι ναι, μπορεί να υπάρχουν γοργόνες.