ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Πρίν πολλά χρόνια σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ήταν δυό νέα παιδιά που καθώς αγαπούσαν τη θάλασσα, συχνά συναπαντιόνταν στα όμορφα ακρογιάλια της  όταν καθημερινά τα σεργιανούσαν. Οι γονείς τους ήταν γειτόνοι και είχαν τα χωράφια τους και τα σπίτια τους πλησίον της θάλασσας, έτσι όταν μέσα στις αυλές και στα χωράφια, αλλά κυρίως όταν μαζί καθισμένοι πάνω στα βράχια ψάρευαν με τα καλάμια τους, έκαναν παρέα ατέλειωτες ώρες. Ένιωθαν σύντροφοι, φίλοι, είχαν κοινές σκέψεις, αισθήματα και οράματα, περνούσαν καλά, ένιωθαν πληρότητα. Είχαν έγνοια και αγάπη ο ένας για τον άλλο, αλλά όντας πολύ μικρά παιδιά που δεν γνώριζαν πολλά, δεν καταλάβαιναν αν στην καρδιά τους είχαν απλά μια μεγάλη αγάπη, ή ένα μεγάλο έρωτα.
Ο καιρός όσο περνούσε περισσότερο δένονταν και μια γλυκιά έλξη αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, και στην τάξη ζήτησαν από το δάσκαλο να κάθονται στο ίδιο θρανίο. Στα διαλείμματα πάλι αχώριστοι, στον πηγαιμό και στον ερχομό, πάλιν μαζί.
Έκαναν καλή παρέα και ένιωθαν κολλητά φιλαράκια, σύντροφοι αδερφικοί, και η αγαπημένη τους ενασχόληση με το ψάρεμα πίστευαν πως ήταν η κυριότερη αιτία που τους ένωνε. Δεινοί κολυμβητές με μάσκες και ψαροντούφεκα, από τις ατελείωτες ώρες μέσα στη θάλασσα γνώριζαν λεπτομερώς σπιθαμή προς σπιθαμή τον ξέβαθο γιαλό και τον μακρύ βυθό των γύρω θαλασσών. Ήταν ένα μεράκι και μια αγάπη για τη θάλασσα που θα τους συνόδευε εφ όρου ζωής. Καταπληχτικοί ψαράδες με καλάμι, με καμάκι ή ψαροντούφεκο, όργωναν τις ακτές και για κάθε βράχο είχαν ένα όνομα, για κάθε κολπίσκο ένα σημάδι, για κάθε ακρωτήριο μια ιστορία.  

Πέρασε καιρός, τα παιδιά μεγάλωσαν. Τέλειωσαν το σχολείο, πήγαν σε πανεπιστήμια, ακολούθησαν τον δρόμο τους. Ένα δρόμο μακρινό στον οποίον ο κάθε άνθρωπος συνήθως αφήνει πίσω τα παλιά και δημιουργεί καινούργια, και μένει το παρελθόν στη σκέψη ως γλυκεία ανάμνηση.
Αυτό συνέβηκε στα δυο φιλαράκια, και η τόση μεγάλη φιλία και αγάπη που είχαν καταχωνιάστηκε στην άκρη του μυαλού τους. Μια βαθιά λήθη τους έκανε να λησμονηθούν και να αποξενωθούν.
Ο νέος επιστήμονας πλέον, παντρεύτηκε μια συνάδελφο του, πιστεύοντας και οι δύο ότι αποτελούσαν ταιριαστό και ιδανικό ζευγάρι. Εξ άλλου πως ήταν δυνατόν να συμβεί το αντίθετο αφού και οι δυό ως πολύ μορφωμένοι με τη λογική που τους διείπε δεν θα έβρισκαν λύσεις στα τυχόν προβλήματα τους;
Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς, οι πολλές υποχρεώσεις ένεκα της καριέρας τους τους κρατούσαν αποξενωμένους, οπότε ως μορφωμένοι και προοδευτικοί άνθρωποι, συμφώνησαν σε ένα φιλικό χωρισμό.
Πάντα όμως ένας χωρισμός αφήνει σημάδια, έτσι και ο νέος στεναχωρημένος αποφάσισε να πάρει άδεια, να πάει στο χωριό του, στη θάλασσα του, να συνέλθει και να ηρεμήσει.

Πρώτο μέλημα μόλις αντίκρισε την αγαπημένη του θάλασσα που τόσα χρόνια στερήθηκε, δεν ήταν άλλο παρά να βάλει το μαγιό του και να κατέβει να δροσιστεί στα καταγάλανα νερά που τόσο του είχαν λείψει.

Ροβόλησε λοιπόν τρεχτός την μικρή απόσταση και με ένα σάλτο βούτηξε στη γαληνεμένη θάλασσα και ξεχνώντας όλες τις σκοτούρες του αφέθηκε στην αγκαλιά της και στη δροσιά της. Έκατσε με τις ώρες και δεν την χόρταινε, την απολάμβανε και την αισθανόταν στο σώμα του να τον ημερεύει και να τον ξανανιώνει.
Το απόγευμα έφτασε, αλλά δεν είχε καρδιά να φύγει. Με ήρεμες σκέψεις πλατσούριζε στα νερά. Με νοσταλγία θυμήθηκε τα παλιά, θυμήθηκε τη φίλη του, την παρέα τους, τις περιπέτειες τους και στεναχωρημένος διερωτήθηκε πως άφησε τα χρόνια να περάσουν, πως την ξέχασε, πως άφησε τον χρόνο να μπει ανάμεσα τους. Διερωτήθηκε αν παντρεύτηκε, αν ήταν ακόμα όμορφη, αν διατηρούσε τη λεπτή φινέτσα του κορμιού της ή αν μήπως έγινε μια χοντρή νοικοκυρά…
Οι σκέψεις του διακόπηκαν καθώς η ματιά του έπεσε σε μια λεπτή φιγούρα που κατηφόριζε την ακρογιαλιά. Ήταν μια λεπτή γυναίκα που με μεγάλες δρασκελιές ροβόλιζε προς τη θάλασσα. Η καρδιά του σκίρτησε γιατί από την κορμοστασιά της και το βάδισμα της κατάλαβε αμέσως πως ήταν η παιδική του φίλη.
Με χαρά άρχισε να της φωνάζει με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του, και τα χέρια ψηλά με δύναμη τα κουνούσε και τη χαιρετούσε.
Μόλις τον κατάλαβε η κοπέλα, άρχισε να τρέχει να τον συναντήσει. Βούτηξε στη θάλασσα και αμέσως με δύναμη σφιχταγκαλιάστηκαν και χαρούμενοι ξεχάστηκαν αγκαλιασμένοι ώρα πολλή. Πέρασαν χρόνια να ειδωθούν, πεθύμησε ο ένας τον άλλον, είχαν πολλά να πουν, πολλά να θυμηθούν.
Έμειναν ώρες αγκαλιασμένοι, δεν χόρταινε ο ένας τον άλλο. Κοιτάζονταν στα μάτια, πραγματικά είχε νοσταλγήσει ο ένας τον άλλο. Είχαν αφήσει την νοσταλγία τους εν κρυπτώ, χωρίς να φαντάζονται πόσο μεγάλη ήταν, και τώρα αγκαλιασμένοι, διαπίστωναν του λόγου το αληθές. Και ύστερα ως να ήταν φυσική συνέπεια, τα χείλη τους ενώθηκα σε ένα αγαπημένο και ερωτικό φιλί.
Ναι, ήταν ένας κρυφός έρωτας από παιδιόθεν που κανείς από τους δύο δεν είχε καταλάβει. Νόμιζαν πως ήσαν μόνο φίλοι, αλλά ο μακροχρόνιος χωρισμός τους και το ξαφνικό συναπάντημα τους, το σφικτό σφιχταγκάλιασμα τους, και το σκίρτημα στις καρδιές τους, φανέρωσαν τον κρυφό κοιμώμενο έρωτα που από παιδιόθεν είχαν στις καρδιές.

Το παραμύθι τελειώνει όμορφα, καθώς η κοπέλα δεν παντρεύτηκε, καθώς ο νέος ήταν ελεύθερος, έτσι παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.